Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

...ενα ποίημα σε λευκά σεντόνια..

Από το μακρινό εκείνο καλοκαίρι έχουν χαθεί τα χνάρια των πελμάτων σου στην άμμο
Τα ‘χει ρουφήξει στερεότυπα το κύμα
Ό,τι θυμάμαι πια μου κρύβει το δρόμο
Κι αν ό,τι βλέπω είναι χνάρια
Κλαίω ακόμα μόνος

Μετακινήθηκα κάμποσο
Ανακουφίστηκα από τον θόρυβο των αυτοκινήτων
Στο σπίτι ένα πάρτι ακόμα και για μένα
Μα στο σβήσιμο των κεριών έτρεχαν μέσα μου ασταμάτητα οι διανυσμένοι δρόμοι
Που είσαι;
Στο άκουσμα της απουσίας σου τρέξαν όλοι να αποφύγουν τη μοναξιά
Θα προτιμήσω να ποτίσω τα λουλούδια. Να ταΐσω τις γάτες.

Υπάρχουνε κενά που δύσκολα μπορείς να αναπληρώσεις.
Απόρησα καιρό
Υπερέβαλα στις παύσεις
Υπάρχουνε κενά που δεν μπορείς να αναπληρώσεις
Απογοητεύτηκα

Έτσι το αισθάνομαι τώρα. Δε ζω
Αυτοβιογραφούμαι
Επίμονα παρ’ολα αυτά. Αρνούμενος το τέλος.
Πάνω στα κρυσταλλένια νερά των περίκλειστων λιμνών μου
Εκεί φύομαι επιτυχώς
Χωρίς τύψεις άλλωστε. Εις βάρος κανενός.
Αυτοβιογραφούμαι με δικά μου έξοδα.

..οι σκέψεις ενός στρατιώτη..

Παρακάτω ακολουθουν χίλιες λέξεις (λιγότερες για την ακρίβεια) που αντιστοιχούν σε μερικές φωτογραφίες που τράβηξα με την διεσταλμένη κόρη του ματιού της σκέψης μου:

Σκόνη και καπνός από βαριά τσιγάρα.Οι χώροι γυμνοί μοιάζουν αχανείς με τα απολύτως απαραίτητα. Ό,τι δεν υπάρχει επιβάλλει την παρουσία του. Θωρυβεί και για εκδίκηση μπλέκεται με τους άλλους ήχους. Ώστε όλοι μαζί πετάγονται ακαθόριστα εδώ κι εκεί, τυλίγονται μεταξύ τους, γίνονται δίνη και καταλήγουν σε μια ατέρμονη ηχώ. Φριχτή Σειρήνα, μα αν δε παρασυρθείς στα ταραγμένα νερά της μπορεί να επωάζει την αισιόδοξη εκδοχή πως ό,τι λέγεται ίσως και να έρχεται από το βαθύ πηγάδι του παραμυθιού. Εκεί μέσα στη σκοτεινή και υγρή κοιλιά της γης ο λόγος μεταλλάσεται και η γλώσσα του ναρκώνει.
Παράθυρα κλειστά ή ανοιχτά. Κανένα παραπέτασμα δεν αφήνει το φως να διαθλάται παιχνιδιάρικα, να αφήνει γρίφους ευτυχώς άλυτους πάνω στους τοίχους. Όλα έχουν δυστυχώς λυθεί από πριν. Τίποτα δεν μπαίνει μπροστά για να κρύψει κάτι που δεν κρύβεται από πίσω. Όλα βγαίνουν στο φως για να διαλευκανθούν μα πουθενα δεν έχει βρεθεί τόση μαυρίλα. Παντού τάξη και ιεραρχία. Ο καθείς εφώ ετάχθη. Μα όλα μοιάζουν αδιαχώριστα. Γίνονται ένα και ακομμάτιαστο. Κόμπος από λύσεις. Κατ'εφημισμόν διέξοδοι. Γίνονται ένα και ακομμάτιαστο. Κοινωνοί δεν υπάρχουν μόνο φταίχτες και δήμιοι.

ο χειμώνας της κάθε αρχής

Η πόλη μπροστά από ένα ανοιξιάτικο φόντο. Αέρινο και ζεστό, με υγρασία, πότε πολλή, πότε περισσότερη, να γίνεται αντιληπτή απ’το σώμα, πολύ πριν τη καταλάβει η λογική των μετρήσεων. Η πόλη πλάι σε ένα εβδομαδιαίο πλάνο. Κάθε φορά παρά πόδας αυτής. Βλέπω τις Δευτέρες της να κυκλοφορούν με κάτι μακρινάρια σημειώσεων πάνω σε ημερολόγια που ξεχειλίζουν από ραντεβού κλεισμένα μήνες πριν. Πόσα ματαιώθηκαν, πόσα αναβλήθηκαν επ’αόριστον, πόσα γέννησαν άλλα και μάκρυναν κι άλλο τον κατάλογο, ώστε γνωρίζουμε τι έχουμε να κάνουμε για πολύ καιρό ακόμη. Τακτοποιούμε το μέλλον. Του δανείζουμε λίγη δουλειά από αυτήν που συσσωρεύεται στο παρόν μας. Ή μαλλον δανειζόμαστε το χρόνο του. Δε χωράμε στο παρόν. Ο δανεισμός είναι αναγκαίος γι’αυτό έγινε και της μόδας. Με όποιον τρόπο κι αν γίνεται, όσο κι αν είναι υπέρ μας ή σε βάρος μας.


Η πόλη ηλιόλουστη. Η άνοιξη κάνει μεγάλη προσπάθεια να ξεφύγει από τη μιζέρια και τη μαυρίλα των καιρών. Τη βοηθούμε όλοι. Πότε το πετυχαίνουμε και πότε τραβάμε για το ακριβώς αντίθετο. Την αυτοκαταστροφή.

Αστικό τοπίο. Μέσα στα αστικά λεωφορεία. Μια πόλη που κινείται σε κλουβάκια. Νομίζω έχω περάσει πολλή από τη ζωή μου μέσα σ’αυτά. Ή περιμένοντας σε μια στάση. Κάποτε αυτός ο χρόνος έμοιαζε ατέλειωτος. Βασανιστικά χαμένος. Τώρα με τους νέους ηλεκτρονικούς πίνακες ανακοινώσεων της αναμονής, ο χρόνος είναι πιο ελέγξιμος. Έντιμο από μέρους του ΟΑΣΘ που έβγαλε στη φόρα τον χρόνο καθυστέρησης. Διότι περί τέτοιου πρόκειται αναμφίβολα. Δεν ειρωνεύομαι. Είναι μια εξέλιξη. Κάνω το κουμάντο μου ξέροντας από πριν πόσο χρόνο θα χάσω περιμένοντας. Και τρώω μια τυρόπιτα ας πούμε . Που δεν ξέρω αν θα προλάβω να τη φάω μετά. Αφού θα ‘χω φτάσει στη δουλειά. Εκεί μπορώ να φάω πολλά στη μάπα. Αλλά όχι τυρόπιτα. Ούτε καν ένα ισχνό κουλουράκι δεν προλαβαίνω. Κι αυτό το κάνω στη ζούλα σχεδόν. Πάνω στα έγγραφα και τα ρούχα, μικρά ένοχα σουσαμάκια.

Η πόλη βουίζει. Γνώριμοι ήχοι. Ιστορίες γνωστές. Ξεκίνημα από πολύ χαμηλά. Βγάζοντας φωτοτυπίες με προοπτικές στελέχους. «Μα δε καταλαβαίνω, τα σημερινά παιδιά είναι πολύ εύθικτα. Κάτι τους λες και το παρεξηγούν. Φεύγουν με το παραμικρό». Λένε κάποιοι φτασμένοι. Ίσως να είμαστε πολύ εύθικτοι. Όπως σίγουρα ήταν κι αυτοί. Κάπου στο ενδιάμεσο, το πέρασμα του χρόνου και η λήθη κάνουν πολύ καλή δουλειά. Και κρατούν το χάσμα σκαμμένο βαθιά. Μπορεί να μη γίνεται κι αλλιώς

Αγχωμένες νέες καριέρες. 24 στα 25, τελειώνω το διδακτορικό. Εγώ 28 στα 29, το φανταρικό. Κι εσύ; Απόφοιτος της Καλών Τεχνών; Α! πτυχιούχος μπογιατζής δηλαδή. Οk. Θέλεις να κάνεις και μεταπτυχιακό; Και μου ‘ρθες τώρα στα εικοσιέξι να σου μάθω να κρατάς δίσκο. Και τι θα κάνουν οι εικοσάρηδες; Έλα ντε τι θα κάνουν; Αφού ρωτάς εσύ θα ρωτήσω κι εγώ. Κι όλοι μαζί κάπου θα χωρέσουμε. Α, δε θέλω τέτοια. Πιστεύω ότι χωράμε όλοι.

Μέχρι και η μοναξιά χωράει και μάλιστα παντού. Σε ένα ίσως βραδινό λεωφορείο. Μπαίνει κι αυτή μαζί και πιάνεται από πάνω μου. Εγώ ευτυχώς περιμένω οδηγίες. «..επιβάτη κρατήσου από τις χειρολαβές...». Γυρίζω πίσω. Καταβεβλημένος. Το βράδυ τα αστικά είναι πιο λαμπερά. Φιλοξενούν περισσότερο άλλες διαθέσεις. Τα πρόσωπα γεμάτα προσδοκίες για τη βραδινή έξοδο. Χαρά και προσδοκία. Ή μόνο χαρά. «Δεν προσδοκώ βρε αδερφέ τίποτα. Βγαίνω να πιω ένα ποτάκι, να χαλαρώσω». Οk δεκτό. Άλλωστε κι εγώ το sms αλλού το έστειλα. Κι ο αποδέκτης είναι μακριά από αυτήν την πόλη. Πως τα καταφέρνω πάντα αυτός ο αποδέκτης να βρίσκεται αλλού; Ή να έρχεται μόνο από τα παλιά; Οι απαντήσεις σε αιώνια ερωτήματα καιροφυλακτούν : «....τα παλιά μπλε εισιτήρια θα ισχύουν μέχρι 31/01/2010....»… Σιγά που περιμένω απάντηση. Είμαι πολύ ώριμος πια. Μα πόσο. Δε με πιστεύω. Μάλλον σκληραίνω επίτηδες για να μην πληγωθώ. Ωχ μωρέ παραπονιάρηδες παντού. Ορίστε έστειλε. “…tha se til otan anevw thessniki.fillia!”. Προς το παρόν χαλάρωσα. Oυφ!

Στάση Καμάρα. Πρέπει να κατέβω. Thessniki. Θέλω δε θέλω. Ακόμα είμαι εδώ. Σ’αυτή την πόλη με τα λίγο-πολύ γνωστά σκηνικά της. Την αγαπώ και την μισώ. Δίνω το εισιτήριο μου σε κάποιον που ανεβαίνει. Με κοιτάζει απορημένος. Δεν καταλαβαίνει. «Πάρτο να συνεχίσεις τη διαδρομή». «Έχω ήδη χτυπημένο» μου λέει. «Πάρε το δικό μου. Είμαι τυχερός».